Residents

In Residents, George Vogiatzakis proposes a stage atmosphere with nocturnal, almost fictional settings, an almost painted backdrop, a shadow theatre, a projection, a post-Tsarouchis scenery, a creation which, though digital, is at the same time a handmade picture.
In his series of pictures Vogiatzakis places people already photographed, draged up from the past, within urban settings of the present; in the city. There is an undoubted feeling of loss, because the form of the city he is proposing is an old timey form which barely survives today. It is the form of a recent past, which is touching us and which we are also touching. Vogiatzakis photographs this past in order to defend it, as the people emerging into his city - as if no longer invisible - are staring into our eyes as if to remind us of their relationship with the place. There is a feeling of belonging in their presence, which endues the images of the series with nostalgia, as if the photographer’s childhood had been marked by all that.
The images have been cut out from their reference to reality; they are a narrative; the only reality they can depict is their own.
The reality that the creator drags up from his imaginary and memory.
Or, for that matter, as we all do.

Costas Goudis

Στην ενότητα Residents ο Γιώργος Βογιατζάκης εισηγείται μια ατμόσφαιρα θεατρικής σκηνής με περιβάλλοντα νυχτερινά, σχεδόν ψεύτικα, σχεδόν βαμμένα, ένα θέατρο σκιών, μια προβολή, ένα μετα-τσαρουχικό σκηνικό, μια κατασκευή που αν και ψηφιακή, είναι ταυτόχρονα μια μορφή χειροποίητης φωτογραφίας.
Στις εικόνες της σειράς ο Βογιατζάκης τοποθετεί ανθρώπους ήδη φωτογραφημένους, που ανασύρει από το παρελθόν, μέσα σε αστικά περιβάλλοντα του παρόντος, μέσα στην πόλη. Υπάρχει χωρίς αμφιβολία μια αίσθηση απώλειας, καθώς η μορφή της πόλης την οποία προτείνει, είναι μια παλιότερη μορφή που επιζεί οριακά. Είναι η μορφή ενός κοντινού παρελθόντος που μας αγγίζει και το αγγίζουμε. Ο Βογιατζάκης το φωτογραφίζει για να το υπερασπιστεί, καθώς οι άνθρωποι που αναδύονται μέσα στην πόλη του - σαν να έπαψαν να είναι αόρατοι - μας κοιτάζουν κατάματα λες και θέλουν να μας θυμίσουν τη θέση τους και τη σχέση τους με τον τόπο. Υπάρχει στην παρουσία τους μια αίσθηση καταγωγής που γεμίζει με νοσταλγία τις εικόνες της σειράς σαν η παιδική ηλικία του φωτογράφου να έχει καθοριστεί από όλα αυτά.
Οι εικόνες του έχουν αποκοπεί από την αναφορά τους στην πραγματικότητα, αποτελούν αφήγημα, η μόνη πραγματικότητα που μεταφέρουν είναι η δική τους.
Η πραγματικότητα που ανασύρει από το φαντασιακό του, από τη μνήμη του, ο δημιουργός τους.
Ή όλοι εμείς.

Κώστας Γουδής

——————————————————————————————————————————————————————————————————-

RESIDENTS emerged out of a composition of “stage sets” I photographed by looking at the city as a blank canvas, using the photos of strangers I collected while wandering around various open markets.

I treated these strangers as orphans—abandoned by their last remaining relatives—or like migrants; a new kind of migrants, uprooted from their place (the market) and carrying with them the memories from their former, real life printed on a piece of faded photo paper, just as all migrants carry something precious in their sparse baggage. I brought these paper people into my house as if they had a soul, needs, desires, feelings.

In their eyes I read their stories, which I wanted to re-listen to like differently orchestrated tunes, under new circumstances, in contexts of the present time; at a moment that never really existed.

The choice of stage sets was not accidental. It was dictated by the subjects themselves. I wanted them to feel at ease in the surroundings that hosted them, probably in order to satisfy my need to see the two worlds coexist: the past and the present.

And everything seemed to acquire new meanings. As if the world was recreated through its photographed self, which knows how to pretend to be a supposedly objective, impartial record of the moment. A supposedly objective rendering of the truth. Of life itself.

George Vogiatzakis

Οι RESIDENTS προέκυψαν από τη σύνθεση “σκηνικών” που φωτογράφησα βλέποντας την πόλη σαν ένα άδειο πλαίσιο, με τις φωτογραφίες αγνώστων που συνέλεξα γυρνώντας σε  διάφορα παζάρια. Τις έβρισκα στοιβαγμένες σε σωρούς, ανάκατα, και καθώς τις ομαδοποιούσα για να διαλέξω μερικές, συνειδητοποίησα ότι άθελά μου δημιουργούσα διάφορες παρέες.

Αργότερα, λίγο πριν έρθει η ιδέα των Residents, έπιασα τον εαυτό μου να προξενεύει τον έναν με την άλλη, ή να διοργανώνει συγκεντρώσεις και γλέντια σε κάποιες γωνιές του σωρού, σαν να είχαν ψυχή όλοι αυτοί οι χάρτινοι άνθρωποι. Ανάγκες, φόβους, επιθυμίες, αισθήματα. 

Τους αγνώστους αυτούς τους φιλοξένησα σπίτι μου, αντιμετωπίζοντάς τους σαν ορφανούς -παρατημένους από τους τελευταίους εναπομείναντες συγγενείς τους-, ή σαν μετανάστες. Ένα νέο είδος μεταναστών που είχαν ξεριζωθεί από τον τόπο τους (το παζάρι) κουβαλώντας μαζί τους τις μνήμες από την αλλοτινή, πραγματική τους ζωή αποτυπωμένες σε ένα κομμάτι ξεθωριασμένο φωτογραφικό χαρτί, όπως κάθε μετανάστης κουβαλάει στις στοιχειώδεις αποσκευές του κάτι πολύτιμο.

Στα βλέμματά τους διάβαζα τις ιστορίες τους κι ήθελα να τις ξανακούσω σαν μελωδίες ενορχηστρωμένες αλλιώς, κάτω από νέες συνθήκες, μέσα σε περιβάλλοντα του τώρα, σε μια χρονική στιγμή που στην πραγματικότητα δεν υπήρξε ποτέ.

Παρά την οικειότητα που απέκτησα μαζί τους με τον καιρό, δεν πήρα την άδειά τους για να τους τοποθετήσω στα σκηνικά που αποφάσισα κι ούτε ποτέ θα μάθω αν ο χωρισμός τους από εκεί που τόσες δεκαετίες ήταν προσκολλημένοι ήταν επώδυνος. Ωστόσο η επιλογή των σκηνικών δεν ήταν τυχαία - οι ίδιοι την υπαγόρευσαν. Ήθελα να νιώθουν οικείο το περιβάλλον στο οποίο θα φιλοξενηθούν, ικανοποιώντας μάλλον την ανάγκη μου να βλέπω να συνυπάρχουν οι δύο κόσμοι. Το παρελθόν με το παρόν.

Αθανασία, φήμη, ή προβολή δεν τους υποσχέθηκα κι είμαι σίγουρος ότι δεν είχαν κάτι τέτοιο κατά νου. Νομίζω ότι ζητούσαν μόνο ένα ξεμούδιασμα, μια ανάσα οξυγόνου από το τώρα και να ακουστούν οι ιστορίες τους. Σαν να έπρεπε να διατηρηθούν στις μνήμες, να πάρουν θέση,  όσο ασήμαντες κι αν μοιάζουν, ανάμεσα σε αυτές που γράφουν την ιστορία. 

Στη νέα συνθήκη, στη νέα χρονική στιγμή που αιφνίδια αποκόπηκε από τον χρόνο που έτρεχε, στον νέο θάνατο που μοιραία τους πρόσφερα - όπως ο αλλοτινός, γνώριμος φωτογράφος τους-  συνάντησα ξανά το βλέμμα τους. Κι όλα φάνηκαν να απέκτησαν νέες σημασίες. Σαν να αναδημιουργήθηκε ο κόσμος μέσω του φωτογραφημένου του εαυτού που έντεχνα ξέρει να προσποιείται μια δήθεν αντικειμενική κι αμερόληπτη αποτύπωση της στιγμής.

Μια δήθεν αντικειμενική αποτύπωση της αλήθειας. Της ζωής της ίδιας.

Γιώργος Βογιατζάκης.